Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

0 Η εξέλιξη των πανεπιστημίων στην Ευρώπη

Γένεση του θεσμού – Μεσαίωνας

Προκειμένου να παρουσιαστεί η ιστορία του ευρωπαϊκού πανεπιστήμιου, καλό θα ήταν να διερευνηθούν τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά μορφώματα, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για τη δημιουργία τους. Η διερεύνηση της γένεσης και της ιστορικής πορείας των ευρωπαϊκών πανεπιστήμιων αποκτά πρόσθετο ενδιαφέρον αν αναλογιστούμε ότι οργανωμένα πανεπιστήμια δεν υπήρξαν ούτε στις πιο καλλιεργημένες κοινωνίες του αρχαίου κόσμου (Ρήγος 2000).

Έτσι, θεμελιακό στοιχείο αποτελεί ο τύπος της πόλης που προβάλλει κατά το Μεσαίωνα στη δυτική Ευρώπη. Η κινητικότητα από την ύπαιθρο πρoς τις πόλεις ξεκινά τον 11ο αι και διαρκεί ως το 15ο με συνέπεια την έντονη αστικοποίηση της Ευρώπης (Γκότσης-Συριάτου 2001). Σε αντίθεση με τις πόλεις της κλασικής αρχαιότητας ή και αυτές του βυζαντίου, του κινεζικού και του αραβικού κόσμου, η ευρωπαϊκή πόλη διαρρηγνύει τις φεουδαλικές μορφές εξουσίας που την περιβάλλουν με αποτέλεσμα να δημιουργεί νέο νομικό καθεστώς για κείνους που μετοικούν σε αυτή, δηλαδή μετατρέπει τους δουλοπάροικους σε ελεύθερους πολίτες και εισάγει την έννοια του δημόσιου χώρου. Μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα εμφανίζονται οι επαγγελματικές συντεχνίες, θεμελιακό μόρφωμα για την εμφάνιση των πανεπιστημίων, οι οποίες συντελούν στην οριζόντια άρθρωση των πληθυσμών της πόλης, δηλαδή των αστών (Ρήγος 2000).

Επίσης σημαντικά γεγονότα αποτελούν και οι σταυροφορίες, οι οποίες ανοίγουν στους δυτικοευρωπαίους τα λιμάνια της Ανατολής και συμβάλλουν στην εμπορική άνθηση των ιταλικών πόλεων. Το ίδιο διάστημα η μορφή των οικονομικών ανταλλαγών μετασχηματίζεται ριζικά, αφού η ανταλλακτική οικονομία αντικαθίσταται από τη χρηματική (Γκότσης & Συριάτου 2001).

Έτσι, τα παραπάνω στοιχεία διαμόρφωσαν αφενός τις κατάλληλες συνθήκες, αφετέρου τις ανάγκες για την ίδρυση των πανεπιστημίων: η πολιτική χειραφέτηση της πόλης, με την ενίσχυση της βασιλικής εξουσίας σε βάρος αυτής της εκκλησίας, και με όργανο τις συντεχνίες (Ρήγος 2000)∙ η αντικατάσταση της ανταλλακτικής οικονομίας από τη χρηματική∙ η δραματική ανάπτυξη του εμπορίου (Γκότσης & Συριάτου 2001). Έτσι, το εμπόριο απαιτούσε λογιστικά, πρακτική αριθμητική, γνώση γραφής και ανάγνωσης για την αλληλογραφία και τη σύνταξη εμπορικών συμφωνιών. Επιπλέον, η διοίκηση των πόλεων εξαπλώνεται σε έναν τεράστιο οργανισμό, ο οποίος απαιτεί ορθολογική οργάνωση, με αποτέλεσμα την ανάγκη για εξειδικευμένους διοικητικούς υπαλλήλους με νομικές γνώσεις (Γκότσης & Συριάτου 2001).

Τα μοναστηριακά σχολεία δεν είναι σε θέση να καλύψουν τις αναδυόμενες ανάγκες. Έτσι, οι γονείς των μαθητών, προερχόμενων συχνά από την ύπαιθρο, πληρώνουν καθηγητές ώστε να έχουν τα απιδιά τους μια καλύτερη επαγγελματική τύχη. Σε αυτή την πρώιμη φάση οι καθηγητές είναι περιπλανώμενοι, συντηρούνται από τους μαθητές και κάνουν τα μαθήματα σε δικό τους χώρο. Γύρω από ένα τέτοιο νομοδιδάσκαλο στη Bologna συρρέουν μαθητές από τις γύρω περιοχές για τη μελέτη του ρωμαϊκού δικαίου (Ρήγος 2000). Η αντιπαράθεση κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας οδηγεί σε μια αλυσίδα παραχώρησης προνομίων και παροχής υποστήριξης, με αποτέλεσμα την ίδρυση των πρώτων πανεπιστημίων με σταθερή έδρα στη Bologna και στο Παρίσι στις αρχές του 12ου αι.(Γκότσης & Συριάτου 2001). Έτσι, η επισκοπική Σχολή της Bologna μετατρέπεται στο πρώτο στην ιστορία studium generale, όπου διδάσκονται τα μαθήματα του trivium (γραμματική, ρητορική, διαλεκτική) και του quatrium (αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική) αλλά και η Ιατρική και η νομική επιστήμη. Τα societates, δηλ. τα ελευθέρια συμβόλαια μεταξύ διδασκάλων και σπουδαστών, μετατρέπονται σε universitates, δηλαδή σε συντεχνιακές ενώσεις σπουδαστών κατά ενότητες σπουδών.

Και στο Παρίσι βάση του πανεπιστημίου είναι η μεσαιωνική συντεχνία: και εδώ η λέξη universitas σήμαινε τη συντεχνιακή ένωση διδασκόντων και διδασκομένων (Ρήγος 2000) σε ενιαίο σύνολο, παράλληλη με τις άλλες συντεχνίες και με τα ίδια προνόμια με αυτές. Παράλληλα προς τις συντεχνίες, οι φοιτητές οργανώνονται και sε «έθνη», ομάδες σπουδαστών που προέρχονται από την ίδια περιοχή, δεδομένης της προσέλευσης φοιτητών από όλη την Ευρώπη (Renault 2002).

Στα μέσα του 13ου αι οι διδάσκοντες στο Παρίσι χωρίζονται σε τέσσερις σχολές: της Θεολογίας, του Κανονικού Δικαίου (όχι όμως και του αστικού όπως ση Bologna) της Ιατρικής και των Τεχνών. Ο κύκλος των σπουδών άρχιζε με τις επτά Τέχνες, συνέχιζε με τη φιλοσοφία και είχε ως επιστέγασμα τη Θεολογία. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο χαρακτήρας του πανεπιστημίου του Παρισιού είναι πιο θεοκρατικός (Ρήγος 2000).

Αντίστοιχα εκπαιδευτικά ιδρύματα ιδρύονται σε όλες τις πόλεις του ευρωπαϊκού χώρου, εκτός από εκείνες του γερμανικού χώρου, όπου η κίνηση αυτή εμφανίζεται με πάνω από ένα αιώνα καθυστέρηση. Υπάρχουν μεγάλες μετακινήσεις σπουδαστών και καθηγητών για ποικίλους λόγους, όπως πολιτικές διώξεις, ποινικές δωσιδικίες, συγκρούσεις, απεργίες, προσφορά καλύτερων συνθηκών επιστημονικής εργασίας. Ένας νέος λόγος που ιδρύονται πανεπιστήμια, εκτός, από αυτούς που αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι πια και η βούληση, η στρατηγική πολιτικών και θρησκευτικών αρχών που επιθυμούσαν να υποστηρίξουν ή να δικαιώσουν την εξουσία τους με την παιδεία και εν προκειμένω με το Πανεπιστήμιο. Έτσι, Πανεπιστήμια ιδρύουν τόσο ο αυτοκράτορας όσο και ο πάπας. Τα ιδρύματα αυτά, που παρουσιάζονται από τα τέλη του 12ου αι., απολαμβάνουν μικρότερο βαθμό ανεξαρτησίας από τα πρότυπά τους των αρχών του αιώνα και έχουν μείνει στην πανεπιστημιακή ιστορία ως «οι κήποι των πριγκίπων». Μέχρι τα τέλη του 13ου αι δε θα υπάρχει μεγάλη ιταλική πόλη χωρίς το δικό της studium generale με σχολές Δικαίου, Τεχνών, και συχνά Ιατρικής. Στον ισπανικό χώρο ο νέος θεσμός εμφανίζεται προς το τέλος αυτής της περιόδου (αρχές 13ου – μέσα 14ου αι) και ελέγχεται και επιχορηγείται απόλυτα από το κράτος και την καθολική εξουσία. Στη Γαλλία, εκτός από το «Πανεπιστήμιο των Διδασκάλων και φοιτητών» του Παρισιού (“universitas magistrorum et scholariorum/studiorum”), πολλές ακόμα πανεπιστημιακές μονάδες θα συμβάλλουν στο να αποκτήσει η χώρα αυτή την αδιαφιλονίκητη πολιτιστική ηγεμονία για όλο το 13ο αι.(Ρήγος 2000).

Όσον αφορά την επιρροή τους, τα πανεπιστήμια σταδιακά αποκτούν σημαντική περιουσία, εξελίσσονται σε φορείς εγκόσμιας εξουσίας και φτάνουν να ελέγχουν την περιοχή όπου εδρεύουν. Αρχίζει να αναδύεται μία νέα ολιγαρχία, αυτή της τηβέννου (Λε Γκοφ 2002:197-199). Η κληρονομικότητα της μεταβίβασης γαιών και τίτλων στη φεουδαρχία ισχύει για την ιδιότητα του πρωτομάστορα στις συντεχνίες, αλλά και της ιδιότητας του καθηγητή στις πανεπιστημιακές συντεχνίες πλέον (Λε Γκοφ 2002:191). Τα μέλη του πανεπιστημίου απειλούν με απεργία τον μονάρχη ή την Εκκλησία και μεταφορά της συντεχνίας τους σε άλλη πόλη αν επιχειρούσε να περικόψει τα προνόμιά τους (Γκότσης & Συριάτου 2001).

Μια σημαντική καινοτομία, ωστόσο, μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους αποτέλεσε το ότι είχε επικρατήσει η αρχή της πλειοψηφίας για τη λήψη αποφάσεων των συλλογικών οργάνων, η οποία δεν ήταν καθόλου αυτονόητη αρχή στη νομική σκέψη του Μεσαίωνα (Γκότσης & Συριάτου 2001).

Αναγέννηση - βιομηχανική επανάσταση

Το τέλος της μεσαιωνικής περιόδου και οι οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές που δρομολογούνται κατά την περίοδο αυτή σημείωσαν το ξεκίνημα του μετασχηματισμού των πανεπιστημίων, ο οποίος θα κατέληγε στη δημιουργία του σύγχρονου ερευνητικού πανεπιστημίου. Στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική σφαίρα η αστική τάξη συνειδητοποιεί τη δύναμή της και υποσκάπτει τα θεμέλια της φεουδαρχικής κοινωνίας του μεσαίωνα, ανοίγοντας, έτσι, δρόμο για την Αναγέννηση. Στο πλαίσιο αυτό και στην προσπάθεια αποδέσμευσης των διανοούμενων από την κυριαρχία της Θεολογίας, παρατηρείται η στροφή προς τον κλασικό πολιτισμό, η μελέτη του οποίου είχε εξοβελιστεί από την Ευρώπη κατά τον 5ο ως το 10ο αι. μ.Χ. Κατά του πρώτους αιώνες της Αναγέννησης, ωστόσο, τα πανεπιστήμια παραμένουν προσκολλημένα στη δομή και το περιεχόμενο των σπουδών που διαμορφώθηκε κατά την προηγούμενη φάση και έχει καθαρά επαγγελματικό προσανατολισμό. Οι ανθρωπιστικές σπουδές αναπτύσσονται την περίοδο αυτή έξω από τον πανεπιστημιακό χώρο, σε επιχορηγούμενες από μαικήνες Ακαδημίες (Ράσης 2004).

Σταθμό στην ιστορία των πανεπιστήμιων αποτελεί το σχίσμα της Δυτικής εκκλησίας, αποτέλεσμα της προτεσταντικής μεταρρύθμισης του Λούθηρου το 1519. Η διάσπαση της Ευρώπης σε δύο τμήματα με διαφορετικό ιδεολογικό-πολιτικό προσανατολισμό επιφέρει ανάλογο χωρισμό και στα πανεπιστήμια και επηρεάζει καταλυτικά το καθεστώς εξάρτησής τους από την Εκκλησία. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι τότε το σύνολο των λιγότερων από εκατό Ανώτατων Ιδρυμάτων (studia generalia) που βρισκόταν διάσπαρτα στον ευρωπαϊκό χώρο έλεγχε η Εκκλησία, τόσο ως προς τη λειτουργία, όσο και ως προς το περιεχόμενο των σπουδών. Μετά το σχίσμα, ωστόσο, κάποια από αυτά περνούν στην επιρροή των κατά τόπους προτεσταντικών κινημάτων του Ζβίγγλιου, του Καλβίνου και της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Ο φοιτητικός πληθυσμός αυξάνεται, απόρροια της αποκρυστάλλωσης της προτεσταντικής κοινωνίας και των αναγκών της σε κληρικούς και διοικητικούς υπαλλήλους, αλλά και της ανάγκης των αστών για αναρρίχηση στη διοικητική και πολιτική ιεραρχία και ταυτόχρονη κάλυψη των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων. Ενώ, όμως, ο πληθυσμός των φοιτητών αυξάνεται, η αντιπροσώπευση των φτωχότερων τάξεων περιορίζεται, αποτέλεσμα άρσης του κλίματος της φιλανθρωπίας, υποστηριζόμενο από την εκκλησία και τους ευγενείς στα πλαίσια μιας άτυπης κοινωνικής πρόνοιας. Η διάδοση του προτεσταντισμού και του ανθρωπισμού καθιστούν τον άνθρωπο υπεύθυνο για τις πράξεις του και μετασχηματίζουν την έννοια της ελεημοσύνης ως μέσο για την κατάκτηση της Ουράνιας Βασιλείας. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι η σύνθεση του φοιτητικού σώματος περιορίζεται στους γόνους της αριστοκρατίας, της μέσης και ανώτερης αστικής τάξης, σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο (Ράσης 2004).

Ως προς το περιεχόμενο των σπουδών, σημαντική είναι η καλλιέργεια του ορθού λόγου και των Φυσικών Επιστημών από τα προτεσταντικά πανεπιστήμια. Στην αυτονόμηση της επιστημονικής γνώσης από τη Θεολογία συμβάλλει στα τέλη του 15ου αι και η ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας, του εμπορίου και της βιοτεχνίας, τομείς οι οποίοι απαιτούν πρακτική επίλυση προβλημάτων, που δεν μπορεί να προσφέρει η μεταφυσική δύναμη. Η αποικιοκρατία και η επαφή των Ευρωπαίων με το άγνωστο καταδεικνύει τη σχετικότητα των πραγμάτων και προβληματίζουν για την εγκυρότητα της δυτικής ηθικής αντίληψης. Ωστόσο, η εγκατάλειψη του σχολαστικισμού και η επικράτηση του ορθολογισμού και του εμπειρισμού που σημειώνονται, ως αποτέλεσμα των παραγόντων που προαναφέρθηκαν, κατά το 17ο αι. συντελούνται έξω από τα πανεπιστήμια. Τα τελευταία εμφανίζουν ένα συντηρητισμό που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη γενικότερη πνευματική αφύπνιση: παγιώνουν τη λειτουργία και το πρόγραμμα σπουδών που είχαν κατά την πρώτη εμφάνισή τους, διατηρούν τη μεσαιωνική αντίληψη των Τεσσάρων Σχολών, ενώ αρνούνται να ενσωματώσουν στα προγράμματα σπουδών τους τις Επιστήμες και την Τεχνική (Ράσης 2004).

Η απαγκίστρωση από αυτό το αδιέξοδο έρχεται στην Αγγλία κατά το τέλος του 17ου αι. με την ίδρυση Ακαδημιών, οι οποίες δημιουργούνται ως ένας συνδυασμός Δευτεροβάθμιας και Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σε αυτές διδάσκονται νέα γνωστικά αντικείμενα όπως η Γεωγραφία, η σύγχρονη Ιστορία, οι Ξένες Γλώσσες, οι Φυσικές επιστήμες, η Μηχανική και η Υδροδυναμική, αντικείμενα τα οποία καλλιεργούν τις επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, οι οποίες θα συμβάλλουν στη βιομηχανική επανάσταση του 18ου αι. Άλλη επαναστατική καινοτομία είναι ότι προωθούν τη διδασκαλία όλων των μαθημάτων στην εθνική γλώσσα και όχι στη λατινική, η οποία κυριαρχεί ως επίσημη γλώσσα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης σε όλα τα πανεπιστήμια της Ευρώπης (Ράσης 2004).

Σταδιακά, τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, επηρεασμένα από το κλίμα του Διαφωτισμού, όπως αυτό διαμορφώνεται από τα τέλη του 17ου αι, αρχίζουν να αναπροσαρμόζουν το πνεύμα και το περιεχόμενο των σπουδών τους σε μια προσπάθεια να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες, όπως αυτές μορφοποιούνται στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες (Ράσης 2004).

Από τη βιομηχανική επανάσταση στον 20ο αι.

Οι αρχές του 19ου αι αποτελούν καθοριστική περίοδο καθοριστική για τις αλλαγές στα πανεπιστήμια. Η αλαλαγή έχει τις ρίζες της αφενός στις αρχές του Διαφωτισμού και αφετέρου στις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές πραγματικότητες που διαμορφώνονται στην Κεντρική Ευρώπη μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντειους πολέμους. Οι διανοούμενοι της εποχής ενίστανται τόσο για την απολιθωμένη γνώση που παρέχουν τα πανεπιστήμια, όσο και για τα προνόμια και την πνευματική κατάσταση που διαιωνίζουν. Τα χαρακτηριστικά αυτά έρχονται σε αντίθεση με το εμφανιζόμενο σύγχρονο κράτος και την οργάνωση της αστικής κοινωνίας, η οποία είναι ο φορέας των περισσότερων και σημαντικότερων κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών κατά την ιστορική αυτή συγκυρία (Ράσης 2004). Μέχρι το 19ο αι είχαν πια διαμορφωθεί το γαλλικό και το γερμανικό μοντέλο.

Το γαλλικό μοντέλο κατέληξε να περιλαμβάνει αυστηρή πειθαρχία και έλεγχο σε κάθε δραστηριότητα του πανεπιστημίου. Από το 1750 και εξής οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού αρχίζουν να εκφράζουν μια σοβαρή αμφισβήτηση για τον κοινωνικό ρόλο των Πανεπιστημίων. Η κριτική αφορούσε τόσο το μεσαιωνικό πνεύμα που τα διείπε ως προς τη δομή (υπό την κηδεμονία της Εκκλησίας) όσο και για την περιττή και ξεπερασμένη γνώση που καλλιεργούσαν, παίζοντας, τελικά, συντηρητικό κοινωνικό ρόλο. Οι αντιρρήσεις για το ρόλο της Ανώτατης εκπαίδευσης ήταν τόσο έντονες, ώστε ζητείται ακόμα και η κατάργηση των Πανεπιστημίων και η δημιουργία στη θέση τους εξειδικευμένων σχολών στις οποίες θα εκπαιδεύονται επαγγελματίες, επιστήμονες και εκπαιδευτικοί.

Κάτω από αυτές τις απαιτήσεις εισάγονται οι τεχνολογικές γνώσεις στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση της Γαλλίας. Επιπλέον, οι ανάγκες για μηχανικούς αυξάνεται αφενός λόγω της κατάστασης χάους και καταστροφής κατά τη μετεπαναστατική περίοδο και τη συνακόλουθη ανάγκη για ανοικοδόμηση της χώρας, αφετέρου της ζήτησης ενός μεγάλου αριθμού τεχνολόγων-μηχανικών για την κάλυψη των αναγκών της υφαντουργίας και της πολεμικής βιομηχανίας. Έτσι, η ανώτατη εκπαίδευση αναδιοργανώνεται μέσω της ίδρυσης ανεξάρτητων ιδρυμάτων συγκεκριμένων επιστημών (όπως σχολών μηχανικών) και το κράτος εμπλέκεται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ως προς την επιλογή διδακτικού προσωπικού και φοιτητών αλλά και ως προς την οριοθέτηση της παρεχόμενης γνώσης. Στην ουσία πρόκειται για μια προσπάθεια πολιτικού ελέγχου της εκπαίδευσης που στο εξής θα χαρακτηρίζει, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, την Ανώτατη εκπαίδευση όχι μόνο της Γαλλίας αλλά και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό της ως συντηρητικής ή προοδευτικής. (Ράσης 2004).

Το εκπαιδευτικό κλίμα στη Γερμανία διαμορφώνεται στον αντίποδα αυτού της Γαλλίας. Έτσι, τα λίγα πανεπιστήμια που επιβίωσαν μετά το Γαλλογερμανικό πόλεμο βάζουν τις βάσεις για τις μεγάλες αλλαγές των αρχών του 19ου αι. Τρεις είναι οι κυρίαρχες ιδεολογικές τάσεις για το ρόλο των γερμανικών πανεπιστημίων: η «Εθνικιστική», η «Συντηρητική» και η «Νεοανθρωπιστική». Και ενώ οι δύο πρώτες έχουν μικρότερη εμβέλεια, η νεοανθρωπιστική τάση με εκφραστή τον Vilhem von Humbolt έθεσε τις βάσεις για την αναδιοργάνωση του ευρωπαϊκού πανεπιστημίου (Ράσης 2004).

Το 1810 με πρωτοβουλία του Vilhem von Humbolt ιδρύεται το πανεπιστήμιο του Βερολίνου, που αποτέλεσε το αντιπροσωπευτικότερο πρότυπο πανεπιστήμιου στην εποχή του αστικού έθνους- κράτους. Η οργάνωσή του εκφράζει το πνεύμα του γερμανικού ιδεαλισμού και στηρίζεται στην απεικόνιση της γνώσης ως ενιαίου οργανικού συνόλου σύμφωνα με την αντίληψη του Hegel (Renault 2002). Στη νέα αυτή αντίληψη οι επιστήμες αντιπροσωπεύουν μια αδιάσπαστη ενότητα. Διέπεται από πνεύμα αντίθετο από εκείνο του παραδοσιακού, υποστηριζόμενο από τους παραδοσιακούς κύκλος, ή ακόμα και της καθαρά εξειδικευμένης Ανώτατης Εκπαίδευσης, έτσι όπως είχε ήδη εισαχθεί στη Γαλλία. Δεν στοχεύει στο στενό επαγγελματισμό των φοιτητών του, αντίθετα, καμία περιοχή της γνώσης δεν αποκλείεται από την έρευνα και τη διδασκαλία.

Ο Humbolt θεωρεί ότι ο διαχωρισμός της θεωρίας από την πράξη είναι επικίνδυνη υπόθεση και προτιμά να δημιουργήσει ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα γενικής και επιστημονικής μόρφωσης, παρά να συνεχιστεί η πρακτική επαγγελματική προετοιμασία των κληρικών, των νομικών, των γιατρών και των κρατικών λειτουργών. Εφόσον η γνώση δεν είναι στατική ούτε πεπερασμένη, τα πανεπιστήμια και γενικότερα η ακαδημαϊκή ζωή πρέπει να δίνουν έμφαση στην έρευνα και στην παραγωγή νέας γνώσης, σε αντίθεση με την προηγούμενη εκπαιδευτική πολιτική που αντιμετώπιζε συχνά τη γνώση ως ολοκληρωμένη και δεδομένη. Με βάση αυτή τη θεώρηση των πραγμάτων ο Humbolt γίνεται εισηγητής της πανεπιστημιακής έρευνας. (Ράσης 2004). Με το πανεπιστήμιο του Βερολίνου μπαίνουν οι βάσεις για την αναδιοργάνωση του ευρωπαϊκού πανεπιστημίου.

Δεύτερο σταθμό στην πορεία μετασχηματισμού της παραδοσιακής μορφής του πανεπιστημίου αποτελεί η ίδρυση του University College το 1826 στο Λονδίνο. Πρόκειται για το πρώτο κοσμικό πανεπιστήμιο της Αγγλίας, το οποίο δέχεται παιδιά μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων. Η ίδρυσή του αποτέλεσε διέξοδο στις κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες που δημιούργησαν η αστυφιλία, οι πολιτικές αλλαγές και η μετακίνηση της κοινωνικής δύναμης από την επαρχία στην πόλη, ανάγκες οι οποίες δεν μπορούσαν πια να ικανοποιηθούν από τα δύο αρχαία πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Καίμπριτζ (Ράσης 2004).

Καινοτομία αποτέλεσε το ότι η διδασκαλία γινόταν σε μεγάλες τάξεις υπό μορφή διαλέξεων, σε αντίθεση προς την Οξφόρδη και το Καίμπριτζ, όπου ένας συγκεκριμένος δάσκαλος κάλυπτε όλο το πρόγραμμα σπουδών των φοιτητών του διδάσκοντας εξατομικευμένα σε μικρές ομάδες των δύο ή τριών ατόμων. Επιπλέον, το πρόγραμμα σπουδών εμπλουτίζεται με νέα αντικείμενα (Μαθηματικά, Φυσικές επιστήμες, Φιλοσοφία, Οικονομία, Επιστήμη, Ιστορία, Νομική, Ιατρική), καλύπτοντας, έτσι, σε ένα μεγάλο βαθμό τις ανάγκες που η αστική τάξη θεωρούσε εθνικής σημασίας. Έτσι, αποτελεί το αντίβαρο της μονοπώλησης της παν γνώσης από την αριστοκρατία και τον κλήρο: τα μεσαία κοινωνικά στρώματα διαθέτουν το δικό τους παν. Από αυτό το ίδρυμα διαχέεται η νέα αντίληψη για την ανώτατη εκπαίδευση, σύμφωνα με την οποία το Παν οφείλει να υποτάσσεται και να υπηρετεί τις ανάγκες της αναπτυσσόμενης βιομηχανικής κοινωνίας (Ράσης 2004).

Ενδιαφέρον αποτελεί και η πηγή της χρηματοδότησης για τη δημιουργία των νέων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων στη Μ. Βρετανία, τα οποία ακολούθησαν το University College. Η ίδρυσή τους οφείλεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία: μεγαλοεπιχειρηματίες και μεγαλοβιομήχανους οι οποίοι υποστηρίζουν και χρηματοδοτούν συλλογικά ή μεμονωμένα τα νέα ιδρύματα, ή πολίτες, οι οποίοι, συνεργαζόμενοι με τις τοπικές αρχές, χρηματοδοτούν την ίδρυση τοπικών κολεγίων (Ράσης 2004).

Οι φιλελεύθεροι και συντηρητικοί διανοούμενοι και πολιτικοί συγκρούονται, ωστόσο, μπροστά στη νέα μορφή που παίρνει η βρετανική Ανώτατη Εκπαίδευση. Έτσι, η ανθρωπιστική παιδεία βρίσκει υπερασπιστή στις κλασικές απόψεις του καρδινάλιου Newman (1852). Αυτός υπερτονίζει την παραδοσιακή μορφή του πανεπιστημίου ως χώρου όπου καλλιεργείται το πνεύμα και παρέχεται η ολόπλευρη μόρφωση των σπουδαστών. Ισχυρίζεται ότι η γενική παιδεία είναι αυτοσκοπός της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, ενώ η στενή εξειδίκευση προς την οποία προσανατολίζονται κάτω από την οικονομική και κοινωνική πίεση τα νέα παν ενέχει κινδύνους (Ράσης 2004).

Το πιο σημαντικό σημείο, ωστόσο, για την εξέλιξη των πανεπιστημίων το οποίο επιτυγχάνεται μέσα στο 19ο αι. είναι η εκκοσμίκευσή τους: απομακρύνονται από τη σφαίρα επιρροής της εκκλησίας, τόσο ως προς τη διοίκηση, όσο και ως προς το περιεχόμενο των σπουδών, και μπαίνουν στη σφαίρα επιρροής του κράτους. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους: αφενός το θεολογικό πνεύμα υποχωρεί μπροστά στις ιδέες του Διαφωτισμού, στην επιστημονική πρόοδο και την τεχνολογική ανάπτυξη∙ αφετέρου το εθνικό κράτος ισχυροποιείται και αποκτά συγκεντρωτική γραφειοκρατική οργάνωση (Ράσης 2004). Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι τα πανεπιστήμια μπαίνουν υπό την κρατική σκέπη προκειμένου να αποσείσουν την εκκλησιαστική επιβολή.

20ος αιώνας

Κατά τον 20ο αι το χουμπολτιανό, ανθρωπιστικό μοντέλο για τα πανεπιστήμια εγκαταλείπεται σταδιακά ακόμα και στη Γερμανία. Τα πανεπιστήμια εγκαταλείπουν την παραδοσιακή μορφή των τεσσάρων σχολών (Θεολογική, Νομική, Ιατρική και Φιλοσοφική), οι οποίες μετασχηματίζονται σε αυτόνομες επιμέρους γνωστικές περιοχές έρευνας και διδασκαλίας και με ιεραρχημένη δομή. Έτσι, το πανεπιστήμιο αποποιείται τον παιδευτικό του ρόλο, ο οποίος σταδιακά μετασχηματίζεται σε επαγγελματικό. Προς αυτή την κατεύθυνση συνέτειναν η ραγδαία βιομηχανική ανάπτυξη, όπως και οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι.

Η διαμάχη που εκφράζεται στην Αγγλία μεταξύ των υπερασπιστών της ανώτατης εκπαίδευσης βασισμένης στο γερμανικό μοντέλο του Humbolt και εκείνων που προκρίνουν την πρακτική διάσταση των πανεπιστημίων, υπηρετική του κράτους και της οικονομίας, είναι ενδεικτική του δυϊσμού που χαρακτηρίζει τον 20ο αι. Στο πλαίσιο της βιομηχανοποίησης, της μεγιστοποίησης της παραγωγικότητας και του κέρδους και της επιρροής των βιομηχανικών επιχειρήσεων στις πολιτικές εξελίξεις, τα πανεπιστήμια αναγκάζονται, τουλάχιστον στην Αγγλία, να συνδεθούν λειτουργικά με τη βιομηχανία. Χαρακτηριστική του νέου ανέμου που πνέει στην Ευρώπη είναι η πρόκριση των επαγγελματικών και πολυτεχνικών σχολών από την κυβέρνηση της Θάτσερ ταυτόχρονα με την επιδαψίλευση των πανεπιστημιακών πόρων (Ράσης 2004).

Τα πανεπιστήμια στην Αυγή του 21ου αι.

Όπως περιγράψαμε στις προηγούμενες σελίδες, κάθε μεγάλη μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον οικονομικό και πολιτικό τομέα είχε ως συνακόλουθο και αλλαγές στο χώρο της εκπαίδευσης. Στις μέρες μας ιδιαίτερα προβληματίζει η δομή, η λειτουργία και το περιεχόμενο των σπουδών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ανώτερης και ανώτατης, αφού, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν αναφέρεται πια στις ανάγκες ενός εθνικού κράτους, αλλά ενός ομοσπονδιακού μορφώματος. Μια σειρά από πράξεις και διακηρύξεις, από την «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη» του 1985 και τη σύνταξη της «Μεγάλης Χάρτας των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων» στη Μπολόνια το 1988 μέχρι τη Σύνοδο της Πράγας στις 19 Μαΐου 2001 καταδεικνύουν τη μεταβατικότητα της εποχής και στο χώρο των πανεπιστημίων (Κάτσικας-Σωτήρης 2003).

Συνοψίζοντας τα βασικά σημεία για την εκπαίδευση όπως αυτά διατυπώθηκαν στη Σύνοδο της Πράγας αντανακλώντας και το πνεύμα όλων των προηγούμενων βλέπουμε ότι σε αυτό το κείμενο ορίζεται ότι «η Ανώτατη Εκπαίδευση είναι δημόσιο αγαθό και θα συνεχίσει ν\' αποτελεί δημόσια ευθύνη», ενώ «οι φοιτητές θα συνεχίσουν να θεωρούνται πλήρη μέλη της κοινότητας της Ανώτατης Εκπαίδευσης». Στα πλαίσια της ενοποιημένης αγοράς στόχος είναι η «υιοθέτηση ενός συστήματος τίτλων σπουδών ευκόλως αναγνωρίσιμων και συγκρίσιμων» όπως και «η ακαδημαϊκή και επαγγελματική αναγνώριση μαθημάτων, τίτλων σπουδών και άλλων επιβραβεύσεων ώστε οι ευρωπαίοι πολίτες να μπορούν να κάνουν την αποτελεσματική χρήση των πιστοποιημένων προσόντων τους, των ικανοτήτων τους και των δεξιοτήτων τους σε όλο τον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης». Αυτό προτείνεται να συμβαίνει με ένα σύστημα διδακτικών μονάδων. Θεωρείται ότι ένα τέτοιο σύστημα πιστοποίησης, που ασφαλώς ανατρέπει τον κλασικό τρόπο επικύρωσης των γνώσεων, δηλ. το πτυχίο, θα διευκολύνει την πρόσβαση των φοιτητών στην αγορά εργασίας και θα ενισχύσει την ελκυστικότητα και ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού συστήματος ανώτατης εκπαίδευσης. Επιπλέον, προτείνεται ένα σύστημα που θα βασίζεται σε δύο κύκλους σπουδών, έναν προπτυχιακό, προσανατολισμένο σε ατομικές, ακαδημαϊκές ή ανάγκες της αγοράς εργασίας, και ένα μεταπτυχιακό, ο οποίος προσφέρει μεγαλύτερη εξειδίκευση.

Η κινητικότητα τόσο των φοιτητών όσο και του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού θεωρείται θεμιτή, όπως και η προώθηση της Ευρωπαϊκής συνεργασίας για τη διασφάλιση της ποιότητας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Επίσης προωθείται η δια βίου μάθηση.

Η συμμόρφωση, ωστόσο, με τις διακηρύξεις, ουσιαστικά είναι υποχρεωτική. Έτσι, οι χρηματοδοτήσεις των ιδρυμάτων πρέπει να συναρτώνται με το βαθμό προσαρμογής τους στις διαδικασίες της Μπολόνια. (Ν.Θεοτοκά, Αντιτετραδια 67: 14). Επίσης, επιφέρονται αλλαγές στη διοίκηση των Ανώτατων Ιδρυμάτων: παρατηρείται μια ενίσχυση του πλέγματος της διοίκησης σε βάρος των διδασκόντων, οι οποίο χάνουν συνεχώς την ισχύ τους ως προς τη διοίκηση του ιδρύματος, με αποτέλεσμα τη συγκέντρωση των διοικητικών λειτουργιών στα χέρια managers και ενδεχόμενη σύγκρουση των ακαδημαϊκών αξιών με τις αξίες της διοίκησης (Σταμάτης 2006).

Ακόμα και μετά από μια τόσο σύντομη αναφορά στις νέες θέσεις, δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε ότι είναι φανερή η μεταρρύθμιση του διδακτικού περιεχομένου προς την κατεύθυνση των αναγκών της αγοράς και η στροφή σε υπερεξειδικευμένα αντικείμενα που συνδέονται με άμεσες απαιτήσεις της. Πρόκειται για μία διαμόρφωση που στοχεύει στο μετασχηματισμό της φυσιογνωμίας του πανεπιστημίου, όπως αυτή σχηματίστηκε από το 19ο αι και έπειτα.

Ιδιωτικά πανεπιστήμια στην Ευρώπη

Ενώ το θέμα της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εξελίχθηκε σε ασκό του Αιόλου στη χώρα μας, ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν είναι συχνό φαινόμενο στις χώρες των λοιπών εταίρων μας. Μόνο έξι από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Αυστρία, Γερμανία, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Μ. Βρετανία) έχουν επιτρέψει την ίδρυσή τους. Στη Μ. Βρετανία λειτουργούν μόνο δύο, τα οποία, μάλιστα, θεωρούνται υποβαθμισμένα και είναι αποφευκτέα για τους βρετανούς φοιτητές, ενώ στην Αυστρία ο νόμος που πιστοποιεί τα 12 ιδιωτικά πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας ψηφίστηκε μόλις το 1999. Σε όλες τις χώρες, ακόμα και στη Γερμανία που προηγείται κατά 17 χρόνια από την Αυστρία ως προς την ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας, στα ιδιωτικά πανεπιστήμια διδάσκονται λίγα αντικείμενα, τα οποία συνδέονται με τις τρέχουσες ανάγκες της ανάγκες της αγοράς, όπως είναι τα οικονομικά και η πληροφορική, ενώ ο φοιτητικός πληθυσμός δεν ξεπερνάει τους χίλιους.

Εξαίρεση στα παραπάνω αλλά και παράδειγμα προς αποφυγή αποτελεί η περίπτωση της Πορτογαλίας. Εκεί το πρώτο ιδιωτικό πανεπιστήμιο ιδρύθηκε το 1967 από την καθολική εκκλησία και αναγνωρίστηκε το 1971. Μετά τη βελούδινη επανάσταση το 1974 και με αποκορύφωμα τις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90 παρατηρήθηκε έκρηξη της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την ίδρυση πολλών ιδρυμάτων. Τα περισσότερα φημίζονταν για το χαμηλό επίπεδο σπουδών και τους υψηλούς βαθμούς που πρόσφεραν. Το 2007 αρκετά από αυτά μπήκαν στο στόχαστρο ερευνών και διέκοψαν υποχρεωτικά τη λειτουργία τους, ή τέθηκαν υπό επιτήρηση προκειμένου να βελτιώσουν την ποιότητα των παρεχόμενων σπουδών.

Στα μέσα του 2000, με τη διαδικασία της Μπολόνια, ξεκίνησε μια αναδιοργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης η οποία περιλάμβανε πιο αυστηρούς κανονισμούς για την ιδιωτική εκπαίδευση και εκτεταμένες κυβερνητικές πολιτικές με σκοπό να πιστοποιούν την ποιότητά της. Γενικά, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια συχνά θεωρούνταν σχολεία τελευταίας ευκαιρίας για αποτυχημένους υποψήφιους που δεν κατάφερναν να μπουν με τους βαθμούς τους στα δημόσια. Η υπόληψη των ιδιωτικών ιδρυμάτων καταρρακώθηκε από μια πολιτική ουσιαστικά ανοιχτής αποδοχής. Καθώς δεν έχουν τα καταπιστεύματα και την οικονομική βάση των αντίστοιχων ιδρυμάτων των ΗΠΑ που προσελκύουν τους καλύτερους σπουδαστές, δασκάλους και ερευνητές, τα ιδιωτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης στην Πορτογαλία δεν έχουν ούτε την οικονομική υποστήριξη ούτε το ακαδημαϊκό προφίλ για να πλησιάσουν τα στάνταρ των αντίστοιχων κρατικών παν. Επιπρόσθετα, ούτε οι επιχειρήσεις φάνηκαν πρόθυμες να συνεργαστούν με αυτά, ενώ ανέπτυξαν αποδοτικές σχέσεις με πολλά δημόσια ιδρύματα (πηγή: http://en.wikipedia.org/wiki/Private_university)

Συμπέρασμα

Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι τα πανεπιστήμια ακολουθούν την εξέλιξη και τις ανάγκες της αστικής τάξης: από την εμβρυακή της διαμόρφωση κατά το μεσαίωνα μέχρι την επικράτησή της κατά τον 20ο αι αυτή αποτελεί το έμβολο που πυροδοτεί τις μεταβολές και τις ανακατατάξεις τόσο στη δομή όσο και στο περιεχόμενο της μάθησης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η εκκλησία, ως αντίπαλο δέος, αν και εγκολπώθηκε το νέο θεσμό κατά το Μεσαίωνα, δεν κατάφερε να διατηρήσει την επιρροή της στον πανεπιστημιακό χώρο (Ράσης 2004).

Αξίζει να σημειωθεί ότι η επικράτηση της αστικής τάξης στη διαχείριση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σημειώνεται ταυτόχρονα με την επικράτησή της στον ευρωπαϊκό χώρο μετά τη γαλλική επανάσταση και συνδέεται με τη διαμόρφωση του εθνικού κράτους (Renault 2002). Αν και η διαδικασία μετασχηματισμού της ανώτατης εκπαίδευσης δεν παρεκκλίνει στις βασικές της αρχές από το σχήμα που είδαμε να διαμορφώνεται ούτε στον αιώνα που διανύουμε, παρατηρούμε ότι ο χώρος στον οποίο ενεργοποιούνται οι εκπαιδευτικές αλλαγές διευρύνεται: από τη Μπολόνια και εξής η αναφορά δε γίνεται πια στο εθνικό κράτος αλλά στον ενοποιημένο χώρο οικονομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΠΗΓΗ.....

Related Posts :



Add To Facebook Add To Twitter Add To Yahoo Add To Reddit Fav This With Technorati Add To Del.icio.us Digg This Stumble This

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου