(Από το http://petefris.blogspot.com/2011/06/blog-post.html )
Ο Αντρέ Ντεραίν, ζωγράφος ποικιλιών, από το θαύμα του φοβισμού στην δειλία της φωτογραφικής αναπαραγωγής, πέθανε το 1954, πλήν το πνευμα του, ο ζωικός του τόνος, η ύπαρξη του περιγράμματός του δεν χάθηκαν. Κάτι έγινε σε μιά συστάδα βατσινιές και όποιος δοκίμαζε τα βατόμουρα, πρώτα ιχνηλατημένα από τις μικρές ανάερες αράχνες που χωρούσαν άνετα σε μιά φούσκα καφέ,έπαιρνε, από την πόλη Φεζ έως την Πικαρδία και ανατολικώς έως το Χάρκοβο, κάτι από την αίσθηση της γυναικείας γυναίκας που έπαιζε το μοντέλο και στην ουσία ήταν υποκείμενο των σκέψεών του, που παρέμειναν αναιτίως αθάνατες.
Ο Αντρέ Ντεραίν δεν ήτο το παιδί ενός Σατανά διότι, μήτε τον καλύπταν αιώνιες νεφώσεις από ταξέφτια του πλακούντος της γέννας του. Στην ζοφερή δεκαετία του πενήντα, που ήταν ωστόσο παράδεισος πολλων ,όπως του Πορφύριο Ρουμπιρόζα και μερικων ταχα ρεμπέτηδων εν Ελλάδι, ήταν σύνηθες να σκαρτεύουν οι
δυναμικές εικόνες της τέχνης, επειδή κυκλοφορούσε στον κόσμο πολυ τοξικό υλικό. Ο υπαρξισμός, λόγου χάρη και ο Σίμος ο υπαρξιστής,
αλλα και το Σινεράμα. Και άλλα κινηματογραφικά βελτιωτικά της εικόνας, που κόντευε να αποτυπωθεί σε μιά ευρέως κυλινδρική επιφάνεια.Σιναράμα και σύστημα
Ο Αντρέ Ντεραίν, ζωγράφος ποικιλιών, από το θαύμα του φοβισμού στην δειλία της φωτογραφικής αναπαραγωγής, πέθανε το 1954, πλήν το πνευμα του, ο ζωικός του τόνος, η ύπαρξη του περιγράμματός του δεν χάθηκαν. Κάτι έγινε σε μιά συστάδα βατσινιές και όποιος δοκίμαζε τα βατόμουρα, πρώτα ιχνηλατημένα από τις μικρές ανάερες αράχνες που χωρούσαν άνετα σε μιά φούσκα καφέ,έπαιρνε, από την πόλη Φεζ έως την Πικαρδία και ανατολικώς έως το Χάρκοβο, κάτι από την αίσθηση της γυναικείας γυναίκας που έπαιζε το μοντέλο και στην ουσία ήταν υποκείμενο των σκέψεών του, που παρέμειναν αναιτίως αθάνατες.
Ο Αντρέ Ντεραίν δεν ήτο το παιδί ενός Σατανά διότι, μήτε τον καλύπταν αιώνιες νεφώσεις από ταξέφτια του πλακούντος της γέννας του. Στην ζοφερή δεκαετία του πενήντα, που ήταν ωστόσο παράδεισος πολλων ,όπως του Πορφύριο Ρουμπιρόζα και μερικων ταχα ρεμπέτηδων εν Ελλάδι, ήταν σύνηθες να σκαρτεύουν οι
δυναμικές εικόνες της τέχνης, επειδή κυκλοφορούσε στον κόσμο πολυ τοξικό υλικό. Ο υπαρξισμός, λόγου χάρη και ο Σίμος ο υπαρξιστής,
αλλα και το Σινεράμα. Και άλλα κινηματογραφικά βελτιωτικά της εικόνας, που κόντευε να αποτυπωθεί σε μιά ευρέως κυλινδρική επιφάνεια.Σιναράμα και σύστημα
Todd-ao ,εάν εννοείτε τι εννοώ.
Ως αποτέλεσμα εκείνου του αωρί θανάτου, η οικογένειά μας, ταξίδεψε από τα Γιαννιτσά στην Αρετσού, ίνα παραθερίσει τον Ιούλιο του 1956. Η Αρετσού ήταν προάστιο θαλασσινό της Σαλονίκης, οικισμός προσφύγων ανατολικά από το μέγα οικόπεδο όπου χτίζονταν το παλατάκι. Καθώς ο τόπος είναι ξυσμένος σήμερα και ευθειασμένος, καταλαβαίνετε τι αρχαιότης και δη προϊστορική έως κλασσικη την πήρε ο διάολος, όχι με την μορφή του ΕΣΠΑ, αλλα υπό την θείαν κατοχήν της παχυλής αγνοίας.Ηταν ένας δρόμος κατηφορικός η Αρετσού, δεν θυμάμαι εάν ήταν ασφαλτοστρωμένος τότε, με τα σπίτια των προσφύγων σε τσέκερ, ισότιμα,και σε καρρέ οδοστασία. Εμείς νοικιάσαμε στον δεύτερο παράλληλο της θαλάσσης δρόμο και κατεβαίναμε στη θάλασσα από ένα απότομο μονοπάτι χαραγμένο και με χωμάτινες κλίμακες στο παγερό χώμα, και κάτω στην παραλία είχε κέντράκια παραπηγμάτων και ξύλινα κιόσκια τετραγωνικής κάτοψης παρα θιν αλός με διαγώνια στολισματα. Καθήμεθα στα κεντράκια, όπου και τρώγαμε το μεσημέρι ενίοτε ίσαμε τρείς φορές την εβδομάδα. Κατά το πάγιο έθος,συχνά κατέβαινε από το σπίτι και σεφερτασί με κανονικό φαγητό. Από το κέντρο παραγγέλναμε πατάτες και ντοματοσαλάτα και τέσσερα πηρούνια. Τα ρούχα τα αφήναμε στις καρεκλες. Η παραλία, γνωστή του Θερμαϊκού, γεμάτη σμικρό τρίμμα από μυδάκι και άλλα όστρακα, μοσχοβόλαε φρέσκια φυκιάδα.
Επειδή οι θερμαϊκές παραλίες έβλεπαν προς την Δύσι, έμοιαζαν μεταξύ τους η Μηχανιώνα, το Αγγελοχώρι, αλλα και η Περαία, το Μπαξέ ,η αγιά Τριάδα, η Αρετσού, η Καλαμίτσα και το Καλαμάκι.Και ο Ντεραίν, μακαρίτης πλεον, δεν είχε πρόβλημα να τις εντυπώσει εν τη διανοία ημών.
Ημουν ετών οκτώ και ο αδερφός μου μηνών δεκαπέντε. Ελούετο γδυμνός, εφόρει μιά μεγάλη ξανθιά μπούκλα και έλεγεν, προς τέρψιν της οικογενείας το άρρητον "πήε πήε Αετσού" ήτοι "μετέβημεν εις Αρετσούν".Το προσφυγικό σπίτι είχε δύο δωμάτια και κουζίνα στο βάθος και νοικιάζαμε την δεξιάν κάμαρην δεξιάν της εισόδου. Ηταν κρεβατοκάμαρα του ζεύγους. Τρώγαμε στην κουζίνα, που είχε και διάφορα γεωργικα προϊόντα συγκεντρωμένα. Μιά μέρη ήρθαν δυό κορίτσια που ξέραμε να κάνουν μπάνιο με τις οικογένειές των και ήμουνα έξω μεταξύ αυλής και δρόμου και εκείνα ήτονε ετών δώδεκα το πολύ και μπήκαν στην κάμαρη να φορέσουν το μαγιό και τις είδα αμφότερες, να σκύβουν γυμνές ενώπιον της ήβης των, σκοτεινά εκ του ολιγου φωτός και της κόντρας μηρού, μυτερά ελαχιστα τιτθία, ευλύγιστος σάρκα θαμπή ημισκότεινη και αυτές να βάζουν τα μπατζάκια στο μάλλινο μαγιό των.Ητο πλεχτό και μάλλινο. Δεν υπηρχε άλλο μαγιό από Θεσσαλονίκης έως την Πικαρδίαν.Είχα ιδεί γυμνά κορίτσια πρώτη φορά στην ζωή μου και τελευταία, όπως απεδείχθη. Δεν ήτο απλως ηδονή αλλα κατάληψις υπο Ναζήδων της ύπαρξής μου.
Τις Κυριακές και όταν είχαμε ξένους δεν φτούραγε το μαγαζί και η μάνα μου έκανε ταψί με ψάρια και πατάτες συνήθως-όχι κεφτέδες επειδή τους τρώγανε στον φούρνο άγνωστοι λαμκιόρηδες. Ωσπου η νοικοκυρά φιλοτιμήθηκε και της είπε να βάζει ταψί στον φούρνο της κουζίνας-ήταν ένας φούρνος γιά ψωμί και είχε πολλές κλιματσίδες, πράγμα που παρέτεινε πέντε μέρες τις διακοπές μας διότι περίσσευαν λεφτά. Εβαλε λοιπόν η μάνα μου κεφαλόπουλα στον φούρνο και έμεινε στο δωμάτιο διότι ήτο αδιάθετος, ενώ εμείς κατεβήκαμε στην θάλασσα.
Επιστρέψαμε μεσημέρι και η μάνα έστρωσε τραπέζι. Η κουζίνα μύριζε κάπως όπως και το φαγητό, αλλα δεν υπηρχε άλλο εξόν ψωμί και τα φάγαμε χωρίς πολλα πολλά. Ο πατέρας μου πρόσεξε ότι τα κεφαλόπουλα που μπήκαν στον φούρνο με κεφάλια, τώρα δεν είχαν και η μάνα μου άρχισε να χαμογελά, αποβάλοντας το προσωπείο της αγωνίας.Ξυπνώντας και πάνω στον γκαιφέ του απομεσήμερου, εξομολογήθηκε στον άνδρα της που ήξερε μόνον από ψάρια Βαϊκάλης την αμαρτία της. Ητο πολύ πρωί και ο φούρνος άγνωστος και περιμένοντας να κάψει έκαμε λάθος στο μπουκάλι και αντίς λάδι έρριξε στο φαγί πετρέλαιο. Φωτιστικό. Κι όταν βρώμισε ο τόπος, το κατάλαβε, κι ενώ εμείς μπανιαριζόμασταν ,με τον αδρεφό μου να λέγει "πήε πήε Αετσού" κι εγώ να σκέφομαι την γύμνια των κοριτσιών και να πρήζονται τα σκώτια μου από τον πόθο (διότι δεν εγνώριζα ως οκταετής τι άλλο πρήζεται) η μάνα μου έβγαλε τα μισοψημένα, αφαίρεσε δέρμα, κεφαλές και πτερύγια, έρριξε στα εδώδιμα ένα ξεγυρισμένο πλυσιμο, αλλαζε και τα νερά, άλλαξε πατάτες και μαϊντανά και σκορδάκι και κρόμμυα, καθάρισε τελείως το ταψί και τα ξανάβαλε όλα, σαπουνισμένα, στον φούρνο. Αλλα ήταν 1956 και οι νεκροί μας απέθαντοι, ιδίως ο Αντρέ Ντεραίν που είχε ιδεί πολλα γυμνά μοντέλα και δεν ξεψύχαγε με τίποτε.Το ταψί κράτησε μιά αποτρόπαιη, αλλα όχι πετρελαϊκή μυρωδιά. Ενδεχομενως οι σπιτονοικοκύρηδες να απορούσαν επί μήνες αργότερα, ποιστεύοντας ότι βρήκαν στην κουζίνα τους πετρέλαιο, αλλα δεν είχαν δει σίγουρα τον "Γίγαντα" τελευταία ταινία του Τζέμις Ντην, αυτοί έβλεπαν κανα τούρκικο στην Καλαμαριά,κι έτσι κάθε φορά που πήγαινα έκτοτε στην Αρετσού, τουλάχιστον ίσαμε το 1966 που έγινε και η πλαζ, έβλεπα όλο και πιό αχνό, τον Αντρέ Ντεραίν να φλερτάρει γλυκερά τις ηγερίες του, που ήταν όλο και πιό ντυμένες. Αλλα τότε ήξερα.
Ως αποτέλεσμα εκείνου του αωρί θανάτου, η οικογένειά μας, ταξίδεψε από τα Γιαννιτσά στην Αρετσού, ίνα παραθερίσει τον Ιούλιο του 1956. Η Αρετσού ήταν προάστιο θαλασσινό της Σαλονίκης, οικισμός προσφύγων ανατολικά από το μέγα οικόπεδο όπου χτίζονταν το παλατάκι. Καθώς ο τόπος είναι ξυσμένος σήμερα και ευθειασμένος, καταλαβαίνετε τι αρχαιότης και δη προϊστορική έως κλασσικη την πήρε ο διάολος, όχι με την μορφή του ΕΣΠΑ, αλλα υπό την θείαν κατοχήν της παχυλής αγνοίας.Ηταν ένας δρόμος κατηφορικός η Αρετσού, δεν θυμάμαι εάν ήταν ασφαλτοστρωμένος τότε, με τα σπίτια των προσφύγων σε τσέκερ, ισότιμα,και σε καρρέ οδοστασία. Εμείς νοικιάσαμε στον δεύτερο παράλληλο της θαλάσσης δρόμο και κατεβαίναμε στη θάλασσα από ένα απότομο μονοπάτι χαραγμένο και με χωμάτινες κλίμακες στο παγερό χώμα, και κάτω στην παραλία είχε κέντράκια παραπηγμάτων και ξύλινα κιόσκια τετραγωνικής κάτοψης παρα θιν αλός με διαγώνια στολισματα. Καθήμεθα στα κεντράκια, όπου και τρώγαμε το μεσημέρι ενίοτε ίσαμε τρείς φορές την εβδομάδα. Κατά το πάγιο έθος,συχνά κατέβαινε από το σπίτι και σεφερτασί με κανονικό φαγητό. Από το κέντρο παραγγέλναμε πατάτες και ντοματοσαλάτα και τέσσερα πηρούνια. Τα ρούχα τα αφήναμε στις καρεκλες. Η παραλία, γνωστή του Θερμαϊκού, γεμάτη σμικρό τρίμμα από μυδάκι και άλλα όστρακα, μοσχοβόλαε φρέσκια φυκιάδα.
Επειδή οι θερμαϊκές παραλίες έβλεπαν προς την Δύσι, έμοιαζαν μεταξύ τους η Μηχανιώνα, το Αγγελοχώρι, αλλα και η Περαία, το Μπαξέ ,η αγιά Τριάδα, η Αρετσού, η Καλαμίτσα και το Καλαμάκι.Και ο Ντεραίν, μακαρίτης πλεον, δεν είχε πρόβλημα να τις εντυπώσει εν τη διανοία ημών.
Ημουν ετών οκτώ και ο αδερφός μου μηνών δεκαπέντε. Ελούετο γδυμνός, εφόρει μιά μεγάλη ξανθιά μπούκλα και έλεγεν, προς τέρψιν της οικογενείας το άρρητον "πήε πήε Αετσού" ήτοι "μετέβημεν εις Αρετσούν".Το προσφυγικό σπίτι είχε δύο δωμάτια και κουζίνα στο βάθος και νοικιάζαμε την δεξιάν κάμαρην δεξιάν της εισόδου. Ηταν κρεβατοκάμαρα του ζεύγους. Τρώγαμε στην κουζίνα, που είχε και διάφορα γεωργικα προϊόντα συγκεντρωμένα. Μιά μέρη ήρθαν δυό κορίτσια που ξέραμε να κάνουν μπάνιο με τις οικογένειές των και ήμουνα έξω μεταξύ αυλής και δρόμου και εκείνα ήτονε ετών δώδεκα το πολύ και μπήκαν στην κάμαρη να φορέσουν το μαγιό και τις είδα αμφότερες, να σκύβουν γυμνές ενώπιον της ήβης των, σκοτεινά εκ του ολιγου φωτός και της κόντρας μηρού, μυτερά ελαχιστα τιτθία, ευλύγιστος σάρκα θαμπή ημισκότεινη και αυτές να βάζουν τα μπατζάκια στο μάλλινο μαγιό των.Ητο πλεχτό και μάλλινο. Δεν υπηρχε άλλο μαγιό από Θεσσαλονίκης έως την Πικαρδίαν.Είχα ιδεί γυμνά κορίτσια πρώτη φορά στην ζωή μου και τελευταία, όπως απεδείχθη. Δεν ήτο απλως ηδονή αλλα κατάληψις υπο Ναζήδων της ύπαρξής μου.
Τις Κυριακές και όταν είχαμε ξένους δεν φτούραγε το μαγαζί και η μάνα μου έκανε ταψί με ψάρια και πατάτες συνήθως-όχι κεφτέδες επειδή τους τρώγανε στον φούρνο άγνωστοι λαμκιόρηδες. Ωσπου η νοικοκυρά φιλοτιμήθηκε και της είπε να βάζει ταψί στον φούρνο της κουζίνας-ήταν ένας φούρνος γιά ψωμί και είχε πολλές κλιματσίδες, πράγμα που παρέτεινε πέντε μέρες τις διακοπές μας διότι περίσσευαν λεφτά. Εβαλε λοιπόν η μάνα μου κεφαλόπουλα στον φούρνο και έμεινε στο δωμάτιο διότι ήτο αδιάθετος, ενώ εμείς κατεβήκαμε στην θάλασσα.
Επιστρέψαμε μεσημέρι και η μάνα έστρωσε τραπέζι. Η κουζίνα μύριζε κάπως όπως και το φαγητό, αλλα δεν υπηρχε άλλο εξόν ψωμί και τα φάγαμε χωρίς πολλα πολλά. Ο πατέρας μου πρόσεξε ότι τα κεφαλόπουλα που μπήκαν στον φούρνο με κεφάλια, τώρα δεν είχαν και η μάνα μου άρχισε να χαμογελά, αποβάλοντας το προσωπείο της αγωνίας.Ξυπνώντας και πάνω στον γκαιφέ του απομεσήμερου, εξομολογήθηκε στον άνδρα της που ήξερε μόνον από ψάρια Βαϊκάλης την αμαρτία της. Ητο πολύ πρωί και ο φούρνος άγνωστος και περιμένοντας να κάψει έκαμε λάθος στο μπουκάλι και αντίς λάδι έρριξε στο φαγί πετρέλαιο. Φωτιστικό. Κι όταν βρώμισε ο τόπος, το κατάλαβε, κι ενώ εμείς μπανιαριζόμασταν ,με τον αδρεφό μου να λέγει "πήε πήε Αετσού" κι εγώ να σκέφομαι την γύμνια των κοριτσιών και να πρήζονται τα σκώτια μου από τον πόθο (διότι δεν εγνώριζα ως οκταετής τι άλλο πρήζεται) η μάνα μου έβγαλε τα μισοψημένα, αφαίρεσε δέρμα, κεφαλές και πτερύγια, έρριξε στα εδώδιμα ένα ξεγυρισμένο πλυσιμο, αλλαζε και τα νερά, άλλαξε πατάτες και μαϊντανά και σκορδάκι και κρόμμυα, καθάρισε τελείως το ταψί και τα ξανάβαλε όλα, σαπουνισμένα, στον φούρνο. Αλλα ήταν 1956 και οι νεκροί μας απέθαντοι, ιδίως ο Αντρέ Ντεραίν που είχε ιδεί πολλα γυμνά μοντέλα και δεν ξεψύχαγε με τίποτε.Το ταψί κράτησε μιά αποτρόπαιη, αλλα όχι πετρελαϊκή μυρωδιά. Ενδεχομενως οι σπιτονοικοκύρηδες να απορούσαν επί μήνες αργότερα, ποιστεύοντας ότι βρήκαν στην κουζίνα τους πετρέλαιο, αλλα δεν είχαν δει σίγουρα τον "Γίγαντα" τελευταία ταινία του Τζέμις Ντην, αυτοί έβλεπαν κανα τούρκικο στην Καλαμαριά,κι έτσι κάθε φορά που πήγαινα έκτοτε στην Αρετσού, τουλάχιστον ίσαμε το 1966 που έγινε και η πλαζ, έβλεπα όλο και πιό αχνό, τον Αντρέ Ντεραίν να φλερτάρει γλυκερά τις ηγερίες του, που ήταν όλο και πιό ντυμένες. Αλλα τότε ήξερα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου