ΟΙ ΡΙΝΟΚΕΡΟΙ
Πρώτη καταχώρηση: Τρίτη, 22 Φεβρουαρίου 2011, 16:52
Ελευθέριος Ανευλαβής
«Αχ πατρίδα τιμημένη/
κι από ξένους (σ.σ. κι από ντόπιους) γαμημένη»
Κ. Μαρδά «Αθήνα με Θολό Ποτάμι.»
Η εικόνα χάθηκε, ξαφνικά, από τον δέκτη της τηλεόρασης. Ένα μαύρο σεντόνι απλώθηκε στην οθόνη και σιωπή. Σε λίγο, άγρια ποδοβολητά και μουγκανητά άρχισαν ν’ ακούγονται στο βάθος του άδειου «κουτιού».
Όταν ξαναήρθε η εικόνα στο γυαλί, τρεις Ρινόκεροι κάθονταν, μπροστά σε αραδιασμένα μικρόφωνα, σε ένα μακρόστενο τραπέζι, στα πλατό των ειδήσεων όλων των τηλεοπτικών σταθμών της Ξενοχώρας.
Με ακατάληπτη γλώσσα, ο μεσαίος Ρινόκερος, μουγκάνιζε, «διαβάζοντας» από ένα χαρτί που είχε μπροστά του.
Αρκετά συχνά, σήκωνε, επιτιμητικά ή απειλητικά, την οπλή του μαλλιαρού δεξιού του άνω άκρου, κοιτώντας, με δυσοίωνο βλέμμα, τους υποτελείς, ή υποτιθέμενους — η μετάφραση στη γλώσσα των κωφαλάλων, δεν ήταν σαφής— τηλεθεατές τους.
Ναι, ήταν δικοί τους! Αυτοί τους είχαν επιλέξει.
Στην αρχή, και οι τρείς Ρινόκεροι, μαζί, σε χορωδιακό μουγκανητό, είπαν, σε μετάφραση από τη γλώσσα των κωφαλάλων:
«Γι αυτούς… ο καπνός της θυσίας/και για μας της φήμης ο καπνός, /αμήν.»
Και συνέχισε ο μεσαίος Ρινόκερος.
«Πουλήστε. Πουλήστε τη Δημόσια περιουσία σας»
Και κρατώντας το ίσο, ο ντόπιος σφουγγοκωλάριος, που, ήδη, το καρούμπαλο του ρινοκέρατου άρχιζε να φουσκώνει στο κούτελο του κενού του κρανίου, μουρμούρισε:
«Έτσι κι αλλιώς είναι αναξιοποίητη, Δεν ξέρουμε καν που βρίσκεται• ούτε και πόση είναι. Και την έχουμε αφήσει να καταπατηθεί, αδιαφορώντας.»
Κι ΕΚΕΙΝΟΣ αναρωτήθηκε: «Γιατί;»
Και συνέχισε ο μεσαίος Ρινόκερος:
«Πουλήστε τις ΔΕΚΟ σας»
Και σε ήχο πλάγιο ο σφουγγοκωλάριος με το ρινοκέρατο:
«Ναι, οι περισσότερες είναι ζημιογόνες. Και η κακοδιαχείριση και η διαπλοκή και η διαφθορά, ζουν και βασιλεύουν εκεί μέσα.»
Και αναρωτήθηκε ΕΚΕΙΝΟΣ:
«Και δεν φταίει κανείς σας γι αυτό; Κανείς δεν θα πληρώσει το φαγοπότι των πρασινογάλαζων κομματαρχών και των διορισμένων τους κοπριτών κατά Πάγκαλον, που «τα έφαγαν μαζί;». Κι απάντηση δεν πήρε από τις εξεταστικές των πραγμάτων επιτροπές.
Και συνέχισε ο Μεσαίος Ρινόκερος, με συγκατάβαση:
«Εν τάξει, μην πουλήσετε την Ακρόπολη.
Κρατείστε και τ’ αγάλματα των θεών και θεαινών σας. Του Απόλλωνα και της Αθηνάς και… (είχε κλασσική μόρφωση (!) ο βάρβαρος Ευρωπαίος Ρινόκερος,)
Και αναρωτήθηκε ΕΚΕΙΝΟΣ:
Το άγαλμα του Απόλλωνα! Για να μας παίζει τη χαυνωτική του τη λύρα και να ξεχνάμε τα βάσανα, που οι ίδιοι φορτωθήκατε όταν, αφού φάγαμε τα βόδια του, σαν βόδια, «ξαπλώσαμε στης γης την πλάτη ανίδεοι και χορτάτοι», όπως λέει ο Σεφέρης;
Το άγαλμα της Αθηνάς! Για να φωτίζει την διαμαντοποίκιλτη απαιδευσιά μας, στημένο έξω από το (Π)ανεπιστήμιό μας:
«… φυτώριον αγραμμάτων. Κλίβανος προς εκκόλαψιν ορνιθίων. … Ουδεμίαν έχει η πολιτεία υποχρέωσιν ν’ απολύη ανά παν έτος κατά της κοινωνίας αγέλην ανορθρογράφων θεσιθήρων.» που λέει κι ο Ροΐδης;
Και συνέχισε ο μεσαίος Ρινόκερος:
«Εν τάξει, μην πουλάτε το Άγιον Όρος σας. Κρατείστε και τον Όλυμπό σας και τη Γκιώνα σας. Ακόμη και τις ραχούλες σας, όπως λέει κι ο κ. Παπακωνσταντίνου των Οικονομικών. Μην πουλάτε τις ραχούλες σας.»
Και σκέφτηκε ΕΚΕΙΝΟΣ:
Ο μοναχός Εφραίμ, το έχει ξεπουλήσει μοναχός του, ταις πρεσβείαις των (συν)αδελφών του Δουκός της Βιστωνίδος, και των άλλων «αγίων», κατά το πόρισμα της εξεταστικής.
Και πια, δεν «βρόντα ο Όλυμπος», ούτε κι «αστράφτει η Γκιώνα», για τη «χιλιάκριβη τη Λευτεριά».
Και οι ραχούλες, -«Πάνω σε ψηλή ραχούλα/κάθεται μια βλαχοπούλα»-
γεμίσανε βιλάρες, και το κλαρίνο σώπασε, κι ακούγεται μονάχα η κλανιά της εξάτμισης των πόρσε, των φεράρι και των χάμμερ των μεγαλοκηφήνων.
Και συνέχισε ο μεσαίος Ρινόκερος, πονηρά:
«Και τα νησιά σας, δεν σας ζητάμε να πουλήσετε τα νησιά σας. Ίσως, μόνο, μερικές ακατοίκητες βραχονησίδες… που τις γδέρνει το κύμα και μερικά αγριοκάτσικα.»
Και θύμωσε τότε ΕΚΕΙΝΟΣ:
Ακατοίκητοι κενόκρανοι. Η «Κυρά της Ρο», η ελληνίδα μάνα, περήφανα σηκώνει, κάθε μέρα, τη σημαία της ελληνικής Πατρίδας, σε αυτές τις βραχονησίδες.
Μα τι νοιώθετε, εσείς οι βραχοκέφαλοι ρινόκεροι, από περηφάνια και Πατρίδα.
Το παγκόσμιο χωριό που δημιουργήσατε, παγκοσμιοποιημένοι χωριάτες, δεν έχει στο λεξικό του τέτοιες λέξεις: Πατρίδα, Έθνος, Αξιοπρέπεια, Φιλότιμο, Ανθρωπιά.
Στον ρυθμό του Δολάριου, της Λίρας, του Ευρώ, του Γεν, χτυπάει η χρηματισμένη σας καρδιά.
Με χρήμα, μόνο με χρήμα, είναι παραγεμισμένο το άδειο σας κεφάλι.
Χορτασμένοι, κορεσμένοι, κοκορόμυαλοι αυθαδιάζετε. Γιατί «Αυθάδεια γεννά η χόρταση, όταν πολλά πέσουν πλούτη, σε ανθρώπους που δεν έχουνε το νου τους μετρημένον: τίκτει γαρ κόρος ύβριν, όταν πολύς όλβος έπηται ανθρώποισιν όσοις μη νόος άρτιος η.» (Σόλων).
«Ας μη σας λείψει ο πλούτος, Εφέσιοι, για να βεβαιώνεται η κακότητά σας: Μη επιλίποι υμάς πλούτος, Εφέσιοι, ίν’ εξελέγχοισθε πονηρευόμενοι.»! Χλευάζει, ο δικός μας, Ηράκλειτος.
Και σε ήχο πλάγιο κανοναρχεί, ο δικός μας, Σοφοκλής: «Δεν φύτρωσε χειρότερο κανένα κακό στον κόσμο από το χρήμα. Αυτό γκρεμίζει πόλεις. Μαθαίνει τον άνθρωπο να γίνει κάλπης… και να κάνει κάθε βρομιά: Ουδέν γαρ ανθρώποισιν οίο άργυρος κακόν νόμισμ’ έβλαστε. Τούτο και πόλεις πορθεί, … πανουργίας δ’ έδειξεν ανθρώποις έχειν… και παντός έργου δυσέβειαν ειδέναι.»
Για τον Έλληνα άνθρωπο, και όχι των Νέο-Ελληναράδων — Ω Ελλάδα πρώτη χώρα τι γαϊδάρους τρέφεις τώρα (Ροΐδης) — τον εσμό των «άνομων και ανήμερων Κυκλώπων: Υπερφιάλων αθεμίστων Κυκλώπων.» (Ομήρου Ιλιάς) και των πολιτισμένων βαρβάρων της Εσπερίας•
Για τον Έλληνα άνθρωπο, «Η Αρετή είναι επίκτητη κατεργασμένη με σοφία και ισχυρούς νόμους. Αυτήν ασκώντας η Ελλάς και τη φτώχια και τη σκλαβιά αντιμάχεται: Αρετή δε έπακτός εστί από τε σοφίης κατειργασμένη και Νόμου ισχυρού. Αρετή διαχρωμένη η Ελλάς, την τε πενίην απαμύνεται και την δεσποσύνην.» (Ηρόδοτος).
Αυτή η αρετή των Ελλήνων πλουτίζει την Ελλάδα με ανθρωπιά, κι ας είναι φτωχή σε χρήμα. Ανθρωπιά που την χαλάσατε εσείς, οι άρχοντες οι παγκοσμιοχτυπημένοι, και κάνατε τους Έλληνες και την Ελλάδα ψωροκώσταινα, σαν τα μούτρα σας, έτοιμοι να την δώσετε αντιπαροχή για ένα τριάρι στις Βρυξέλες,
«Λαοφάγε Εξουσιαστή που κυβερνάς δειλούς (σ.σ. νεοελληναράδες): Δημοβόρος βασιλεύς, επεί ουτιδανοίσιν ανάσσεις» — κατά πως φροντοφωνάζει ο Αχιλλέας στην Ιλιάδα του Ομήρου — Νέο-Ελληναράδες,
Ξέχασες, ή, ίσως, δεν σου έμαθαν ποτέ, ή ποτέ δεν φρόντισες να μάθεις πως:
«Αισχρόν έστι σιγάν της Ελλάδος πάσης αδικούμενης. (Δημοσθένης)
Ξέχασες, αυτό που το βροντοφωνάζει ο άγγλος ποιητής Πέρσυ Σέλεϋ (Percy Shelley), στην εισαγωγή του έργου, που το τιτλοφορεί «Ελλάς», (τελειωμένο και αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον Νοέμβριο του 1821:
«Όλοι μας είμαστε Έλληνες. Οι νόμοι μας, η λογοτεχνία μας, η θρησκεία μα, οι τέχνες μας, έχουν τη ρίζα τους στην Ελλάδα. Αν δεν ήταν η Ελλάδα, η Ρώμη, ο ινστρούχτορας, ο κατακτητής, ή η μητρόπολις των προγόνων μας, δεν θα είχε διασπείρει καμιά διαφώτιση με τα όπλα της, και εμείς μπορεί ακόμη να ήμασταν άγριοι και ειδωλολάτρες.»
Δεν απαριθμώ άλλα κυβερνητικά σου προσόντα, τα οποία λείπουν από την Κυβέρνησή σας, είπε ΕΚΕΙΝΟΣ, μαζί με τον Ροΐδη:
«ου μόνον εκ φόβου μακρηγορίας, αλλά και διότι είναι ως να εξήταζα πόσα άλλα, πλην των ποδών, ελλείπουσιν εις χωλόν, όπως διαπρέψει ως χορευτής»
Οι κάτοικοι της Ξενοχώρας είχαν μείνει άναυδοι.
Στα δελτία ειδήσεων οι σχολιαστές σχολίαζαν πως ήταν ανεπίτρεπτο, έως προσβλητικό, έως προκλητικό, τρία παχύδερμα να δίνουν συνέντευξη για την τύχη της χώρας, ενώ αυτό θα έπρεπε να γίνει από κυβερνητικά, λέει, παχύδερμα.
Διάφοροι αναλυτές, πιο πραγματιστές, διατύπωναν την άποψη (οι απόψεις είναι σαν τις κωλοτρυπίδες. Καθένας έχει κι από μία), πως αφού χρωστάμε, θα πρέπει να αξιοποιηθούμε — απέφευγαν τη λέξη ξεπουληθούμε όπως ο ρινόκερος το λιβάνι —, θεωρώντας το «ξεπουληθούμε» και ως μη «πολιτκώς ορθό».
Στα σπίτια, στα καφενεία, στους δρόμους, στις πλατείες όλης της Ξενοχώρας, ακούγονταν ποδοβολητά και βρυχηθμοί. Οι ρινόκεροι πλήθαιναν και ξεχύνονταν στους δρόμους μανιασμένοι.
Κάποιοι «νουνεχείς», ψύχραιμοι και ρεαλιστές, έλεγαν: «Μη φοβάστε. Δεν θα σας ορμήσουν. Αν σκύψετε δεν θα σας πειράξουν. Μια αβλαβή διέλευση από την υφαλοτρυπίδα σας θα επιχειρήσουν».
Αυτοί ήταν εθισμένοι στο ψυχραίμως «κωλοπροβάλλειν», σκέφτηκε ΕΚΕΙΝΟΣ.
Κάποιοι άλλοι, επίσης πραγματιστές και φυσιογνωμιστές συνάμα, καθησύχαζαν τον κόσμο:
«Δεν είναι κακοί. Θα ‘λεγα μάλιστα πως διαθέτουν μια φυσική ομορφιά βορείου ΦΥΡΟΜατος. Τι σημασία έχει ένα «όνομα», που σε δέκα χρόνια θα έχει ξεχαστεί! Αν καθόμαστε να συζητάμε για τέτοια πράγματα πώς θα ζήσουμε…», μέσα στην κοπριά σας.
Αυτοί ήταν οι ανοϊκοί της ιστορίας. Οι «πολιτικώς ορθοί», ορθοτομούντες τον λόγον της εαυτών ανοησίας, εν ονόματι της πολυπολιτισμικότητας και του πλουραλισμού.
Άλλοι, σίγουροι για τον εαυτό τους, με δόση κυνικής μοιρολατρίας, έλεγαν: «Χωνέψτε το, πάρτε το απόφαση. Μην το παίρνετε κατάκαρδα. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Εμείς τους καλέσαμε. Η σωτηρία της Πατρίδας είναι μονόδρομος»
Ήταν οι πατριδέμποροι, που έσκουζαν για να φοβηθούν οι πατριώτες. Σκέφτηκε ΕΚΕΙΝΟΣ
Κάποιοι από τους Ανθρώπους διαμαρτυρήθηκαν. Πέταξαν προκηρύξεις. Γιουχάισαν τον κοιλαρά εξουσιαστή.
Μα οι σώφρονες, με το καρούμπαλο στο κούτελο, είπαν:
«Είσθε υπερβολικοί. Και δεν έχετε το δικαίωμα να μπερδεύεστε στα πόδια της εξουσίας. Αφήστε την να κάνει τη δουλειά της. Είναι τελείως κουτό να μην θέλετε να σωθείτε.»
Έτσι κανοναρχούσαν οι σωτήρες, σφουγγοκωλάριοι κάθε εξουσίας.
ΕΚΕΙΝΟΣ άρχισε να ψάλει μαζί με τον Κάλβο:
«Και τώρα εις προστασίαν μας/ τα χέρια σας απλώνετε!
Τραβήξετέ τα οπίσω•/ βλέπει ο Θεός και αστράπτει
δια τους πανούργους. …
Της θαλάσσης καλήτερα/Φουσκωμένα τα κύματα
να πνίξουν την πατρίδα μου/ωσάν απελπισμένην
έρημον βάρκαν
Παρά προστάτας να έχωμεν.»
Τέλος, κάποιοι «λογικοί», με λογικό καρούμπαλο στο κούτελο, έβγαλαν το συμπέρασμα: «δεν έχετε επιχειρήματα. Είστε παθιασμένοι. Τόσο έξαλλοι. Συμπλεγματικοί ακτιβιστές. Δεν κάνετε διάλογο. Διασαλεύετε την τάξη.»
Αυτοί ήταν οι υποκριτές του προσχηματικού διαλόγου της «φιλολαϊκής» εξουσίας.
«Ο διάλογος, με αυτόν που διαφωνείς, είναι αδύνατος. Με αυτόν που συμφωνείς. δεν έχει νόημα», μουρμούρισε ΕΚΕΙΝΟΣ, μαζί με τον Παναγιώτη Κονδύλη.
Και συμπλήρωσε, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη:
«Όταν ακούς «τάξη» ανθρώπινο κρέας μυρίζει».
Και ύστερα ο λόγος του Περικλή αντήχησε, μέσα από του αιώνες:
«Την γαρ χώραν …ελευθέραν δι’ αρετήν παρέδωσαν… Παρά δύναμιν τολμηταί, παρά γνώμην κινδυνευταί και τοις δεινοίς ευέλπιδες (τολμώντας πέρα από τη δύναμή τους, διακινδυνεύοντας παρά τη συνετή γνώμη και στα δεινά ευέλπιδες)
Τούτη τη Νεοελληνική Πατρίδα, οι πρόγονοι, οι αφανείς Κλέφτες και Αρματολοί του 1821 — κι ας αφήσουν τα «πολιτκώς ορθά» οι Ευρωπουλημένοι τουρκόφιλοι —, μας την παρέδωσαν ελεύθερη, μέχρι τώρα (αύριο;), με την παλικαριά τους.
Κι ας έκαναν το πάν οι κοτζαμπάσηδες να μείνει η χώρα όπως ήταν. Κατατρέχοντας τους ραγιάδες και πριν την επανάσταση και μετά.
«Πρόσθες ακόμη τα ανυπόφορα κακά όπου καθημερινώς δοκιμάζουσιν από τους αχρείους επιστάτας του τυράννου…όπου κραζονται προεστοί και άρχοντες, οίτινες από την βρωμερά συνήθειαν έχασαν σχεδόν την εντροπήν των ανθρώπων και τον φόβον του Θεού.» (Ελληνική Νομαρχία).
«Και σκότωναν οι τύραγνοι κι οι τουρκοκοτζαμπασήδες» (Μακρυγιάννης)
Κι’ ας έφερναν χίλια δυο προσκόμματα οι άρχοντες στους πολεμιστές, που πολεμούσαν «για του Χριστού την πίστη την Αγία, για της Πατρίδος την Ελευθερία.»
«Η αιτία του κακού είναι οι άρχοντες όχι φιλότιμοι, ουδέ τόσο φιλόδοξοι, όσον φιλόπλουτοι. Κατακρατούν τα άρματα όχι δια να πολεμήσουν αλλά δια να υπερασπίσουν τα πλούτη των και κοντά εις τούτο σφετερίζονται και όλα της Πατρίδος τα δικαιώματα» (Θ. Κολοκοτρώνης).
Κι ας αφήσουν τις πουστιές — πουστιά: ανθρώπινη ιδιότητα, ανεξάρτητη από φύλο ή σεξουαλική προτίμηση — οι πολυπολιτισμικοί φλώροι.
Σαφή δ’ ακούεις εξ ελευθεροστόμου γλώσσης (Αισχύλος)
Ορισμένες φορές, στη ζωή και στην πολιτική, κάτω από τη δήθεν σωφροσύνη και τον «ρεαλισμό», κρύβεται η ανανδρία — το σώφρον του ανάνδρου πρόσχημα —. Μας το ‘μαθε ο Θουκυδίδης
Κρύβεται, το: αλλ’ ουκ αν μαχαίσετο. Χαίσετο γαρ ή μαχαίσετο: ούτε καν θα μαχότανε. Γιατί έτσι και μαχότανε σίγουρα θα χεζότανε, του Αριστοφάνη.
Και ΕΚΕΙΝΟΣ σκέφτηκε, πως μέσα στο μισοσκόταδο της Εσπερίας, της αποδυνάμωσης των αρχών της ανθρωπιάς και της υψηλοφροσύνης, όπου θέλουν να μας βυθίσουν οι ρεαλιστές μας, κάπου εκεί, πέρα από την ασυλλόγιστη παγκοσμιοποιημένη δυτικό-δουλοφροσύνη των «πολιτικών» μας και πολλών «πολιτών», αχνοφέγγει το ελευθερόστομο Τόλμησον φρονείν.
Είμαστε ρεαλιστές, ζητούμε το αδύνατο, γιατί έτσι μόνο θα μπορέσουμε να πετύχουμε το βέλτιστο.
Οι ρινόκεροι, πια, είχαν καταλάβει την Ξενοχώρα.
Είχε μείνει μόνος. ΕΚΕΙΝΟΣ ο Άνθρωπος. Ο Μόνος Άνθρωπος.
«Και μέχρι να ‘ρθει το τέλος θα παραμείνω Άνθρωπος.
ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΩ ΣΑΝ ΚΑΙ ΣΑΣ!» (Ιονέσκο «ο Ρινόκερος»).
Κι’ ακούστηκε το βροντερό μήνυμα από τα βάθη των αιώνων, με τη φωνή του Αισχύλου:
«Των ανθρώπων τη γλώσσα κανένα χαλινάρι δεν σφίγγει σαν άλλοτε• γιατί μια και της βίας εβγήκεν ο ζυγός, ο λαός είναι λεύτερος να μίλα δίχως φόβο… Η αιματόβαφη γη σου τη δύναμη για πάντα κρατάει των Περσών: Ουδ΄ έτι γλώσσα βροτοίσιν εν φυλακαίς• λέλυται γαρ λαός ελεύθερα βάζειν ως ελύθη ζυγόν αλκάς. … Αιμαχθείσα δ’ αρούραν περικλύστα νάσος έχει των περσών.»
«Γοργά από τα μάτια μου άντε χάσου.» Κομίζου δ’ ως τάχιστ’ εξ ομμάτων»
«Άντε να χαθείτε, αγαμοιθύται, Τροϊκάνοι!» Φώναξε ΕΚΕΙΝΟΣ.
Και πήρε το τραγούδι το άξιο να σιγοτραγουδάει:
«Ήρθαν/ ντυμένοι « φίλοι»/ αμέτρητες φορές οι εχθροί μου/ το παμπάλαιο χώμα πατώντας./
και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφεραν /το Σοφό, τον Οικιστή, και το Γεωμέτρη,/ βίβλους γραμμάτων και αριθμών, την πάσα υποταγή και δύναμη, /το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας./
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους. …
Έστησαν και θεμελίωσαν/ …τους νόμους τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα, στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας./
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με την σκέψη τους. /Ούτε καν ένα χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε•
Έφτασαν/ ντυμένοι «φίλοι»/ αμέτρητες φορές οι εχθροί μου/ τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας./
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε/ παρά μόνο σίδερο και φωτιά. /μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Ήρθαν/ με τα χρυσά σειρήτια/τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία./ …
«Γι αυτούς είπαν, ο καπνός της θυσίας/και για μας της φήμης ο καπνός, /αμήν.»
Και ΕΚΕΙΝΟΣ, ο τελευταίος Άνθρωπος, απάντησε, στη γλώσσα των Ελλήνων:
«Την γαρ χώραν …ελευθέραν δι’ αρετήν παρέδωσαν…
Παρά δύναμιν τολμηταί, παρά γνώμην κινδυνευταί και τοις δεινοίς ευέλπιδες.»
ΠΗΓΗ....